ναυαρχώ

ναυαρχώ
(ε) αμετ.
1) быть адмиралом; 2) командовать флотом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ναυαρχώ" в других словарях:

  • ναυαρχώ — (Α ναυαρχῶ, έω) [ναύαρχος] 1. είμαι ναύαρχος, διοικώ στόλο («ἄλλῳ δὲ παρήσομεν οὐδενὶ ναυαρχέειν», Ηρόδ.) 2. είμαι αρχηγός στα πλοιαφέσια* …   Dictionary of Greek

  • ναυαρχώ — ναυάρχησα 1. μτβ., διοικώ στόλο. 2. αμτβ., είμαι ναύαρχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναυαρχῶ — ναυαρχέω command a fleet pres subj act 1st sg (attic epic doric) ναυαρχέω command a fleet pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυάρχῳ — ναύαρχος commander of a fleet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυάρχωι — ναυάρχῳ , ναύαρχος commander of a fleet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»